Σωκράτης Μάλαμας
Σωκράτης Μάλαμας
15 τραγούδια που έχει ερμηνεύσει
15 τραγούδια που έχει ερμηνεύσει

Στο `πα να μη με τρομάζεις σαν γεννιέμαι απ’ την αρχή, γιατί θα γινώ αγρίμι κι όχι αθάνατο παιδί.
Στο `πα να μη σεργιανίζεις σαν φυσούν τα ρεύματα μα συ ανάστροφα βαδίζεις και ζητάς μπερδέματα
Να κάψω τις παρεκτροπές, ο διάολος να τις πάρει
αλλά προτού συμμορφωθώ,ανοίγω ένα μπουκάλι.
Κι αν είναι λόγια δύσκολα, είναι τ’ αγαπημένα,
κι αν τα πιστεύεις γεια χαρά και φεύγω ήσυχα.
Θα πω εκείνα που δεν άντεχες ν’ ακούς και μία πείνα για αγάπη θα σε τρώει. Θα μείνεις μόνη, μα συνέβη σε πολλούς. Όσοι αγάπησαν δεν είναι τόσο αθώοι
Περίσσεψε η τύχη μου και γκρέμισα τα τείχη μου.
'Ο,τι αγαπούσα το 'δωσα κι ό,τι ποθούσα το `χασα.
Λένε οι ψυχολόγοι κι οι φίλοι μου οι λόγιοι, απλά τα πράγματα να λες και στα τραγούδια να μην κλαις,
να μην κλαις
Εγώ πατώ στον ουρανό, βαδίζω στον ωκεανό. Πάνω στο κύμα περπατώ εσένα σαν κοιτώ
Τον πρώτο χρόνο ήμουνα, άγιο παιδί στρωμένο.
Το δεύτερο με γέλασε μια πλάνα αγκαλιά.
Τον τρίτο ξημερώθηκα σε άγνωστα κρεβάτια.
Τον τέταρτο τους φίλους μου αποχαιρέτησα
Άλλα θέλω κι άλλα κάνω, πώς να σου το πω. Έλεγα περνούν τα χρόνια θα συμμορφωθώ
Όλοι οι καριόληδες μια εταιρία. Σάπια ηλικία και αδυναμία. Γελάει ο χρόνος και λάμπει ανθισμένος,
στον δρόμο σκοτώνει κι είναι κερδισμένος
Σπάει το νήμα κι αναρωτιέσαι: τόσα χρονάκια γιατί να τραβιέσαι;
Θα περπατήσω μοναχός κι αυτό το βράδυ, μήπως και βρω της λησμονιάς σου το νερό. Και σε υπόγεια σκοτεινά θα βρω σημάδι μ’ ένα ποτήρι ως της αυγής τον πανικό
Μένα μου το, όπως τα λέω, μένα μου το `πε ο Πηνειός,το μυστικό ο φλύαρος. Πως ήταν α, όπως τα λέω, πως ήταν άνθρωπος παλιά κι είχε παιδιά στην ξενιτιά
Δε θέλω πια να μου μιλάς για όσα έχεις ζήσει.
Δε χάθηκε κι ο κόσμος πια το τζάμι αν ραγίσει.
Θέλω να `ρθεις και να με βρεις να κάτσεις να τα πούμε. Πώς νιώθουμε παράφορα, πώς ζούμε έτσι αδιάφορα
Στον κόσμο που γεννήθηκα τα βρήκα όλα γραμμένα, πάνω σε βλέφαρα κλειστά, σε χείλη σφραγισμένα. Γυναίκα τρυγεί τη ζωή με βυσσινιά πορφύρα,δεν έχει ο μόνος πέρασμα, ήλιο δεν έχ’ η μοίρα
Πιασμένος σε παγίδα κι έχουν περάσει χρόνια, στην πόρτα σου γυρνάω κάθε πρωί.
Στη σκέψη σου αρρωσταίνω, στέκω, βαριανασαίνω, θυμάμαι όταν σε είχα πρωτοδεί
Στου δειλινού την άκρη, δε βλέπεις όνειρα.
Αυτά που γίναν βλέπεις και τα επόμενα,
βλέπεις τον άνθρωπο μικρό, που τον πατάν στ’ αλήθεια τα πόδια του τα ίδια, τα πόδια του τα ίδια