Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Τραγούδια που έχει γράψει
Τραγούδια που έχει γράψει

Ρώτησα τον σκύλο μου τον Ρίβα άμα νιώθει Έλληνας, αυτόχθονας ή κάτι σχετικό. Εκείνος χασμουρήθηκε, επέστρεψε στον ύπνο κι η ανάσα του ήταν όμορφη σαν κύμα στον γιαλό
Μάσκα δεν έχω να γυρνώ στο καρναβάλι ετούτο. Μόνο μια απόχη να τρυγώ της θάλασσας την πονηριά και της σιωπής τον πλούτο
Τ’ άστρα το ρίξαν στα ζάρια, γι’ αυτό ακούς βρισιές στον ύπνο τα βράδια. Ο πόνος είναι εδώ, για να σου πει δεν είσαι τίποτα ξεχωριστό
Πάνω στα λυτά σου τα μαλλιά φωλιάζουν λαμπυρίδες. Πάνω στα λυτά μαλλιά, αχ την αγάπη μου είδες. Είδες το γέλιο του ουρανού, του γερακιού το ράμφος. Είδες το πρώτο πέταγμα, της αφορμής το άνθος
Ο στρατιώτης με τ’ όπλο σημαδεύει και σκέφτεται: "Με μια κίνηση απλή θα του κλέψω ότι έχει ζήσει. Είμαι ένας μικρός θεός, είμαι ένα στοιχειό. Πάνω από το αίμα του αύριο εδώ την ίδια ώρα ερπετά θα σέρνονται όπως κάνω κι εγώ..."
Τυφλός είναι κι εκείνος που κάνει ότι δεν ξέρει πως πίνει απ’ το πηγάδι το σκοτεινό, που ότι τον κατατρώει ανάγκη το ‘χει κάνει ή στην αυλή το κρύβει να ξεχαστεί
Πίσω απ’ τους λόφους, πίσω απ’ τα βλέφαρα, υπάρχει τόπος και για σένα.
Χωρίς Βαστίλη, χωρίς ανάθεμα, χωρίς τα χείλη τα σφιγμένα
Αγρύπνια, αψηλάφητο ζώο! Δίχως, μια στάλα στοργή. Σ’ όσους διψάν για χίμαιρες, γέρνεις την κούπα σου, που `ναι πάντα αδειανή
Έρχονται και σε μένα πρόσωπα λησμονημένα. Άδεια και χλωμά από πριν κι από μετά
Και τώρα πες μου κάτι ψεύτικο. Σαν τα ψόφια δάχτυλα που ΄σφιξα στο χέρι. Σαν τον ήλιο του χειμώνα και σαν την ορκισμένη αγάπη της
Άιντε μες της γης το πυρωμένο κέντρο. Άιντε δυο πουλιά φιλιούνται σ’ ένα δέντρο. Άιντε πέφτει λάβα, λάβα απ’ τα φιλιά τους. Άιντε και φτερά απολιθωμένα απ’ τα κορμιά τους
Το πτυελοδοχείο του Μπακούνιν το χυτό, συντρόφια, μήπως βρέθηκε και κείνο. Να φτύσω μέσα με οργή που οι νέες εποχές με κάνουνε να μοιάζω με κρετίνο
Τα τραγούδια παίρνουν κάτι απ’ την ψυχή μας και το μεταφέρουν στο στερέωμα. ‘Οπου αναβοσβήνει σαν θλιμμένο πάλσαρ και το δρόμο δείχνει για τους ναυαγούς
Αέρα να ‘σαι τιμωρός, βρε αμάν αμάν, να ‘σαι και παιχνιδιάρης. Κι αν βαρεθεί η ψυχούλα μου, βρε αμάν αμάν, να `ρθεις να μου την πάρεις. Για να κοιτάει από ψηλά, βρε αμάν αμάν, του κόσμου τη ραστώνη. Να ξεχαστεί σαν των βουνών, βρε αμάν αμάν, το περσινό το χιόνι
Η ξενιτιά είναι βάσανο, κι άμα δε βγάζεις άκρη. Για ρώτα τα τραγούδια σου, εκείνα της Καρπάθου και τ’ άλλα τα ηπειρώτικα, που φέρνουνε το δάκρυ
Ανακαλεί τη θλίψη του, την αστραπή της γνώσης, για κάθε του παρόρμηση που άφησε κρυφή. Κι απ’ το βιβλίο του Ιώβ χειροκροτά τη φράση: «Κουράστηκε η ψυχή μου απ’ τη ζωή»
''Είναι τόσο όμορφη η μέρα που πονάει''. Και με μια γερή κλωτσιά όλο το γάλα χύνει
Γι’ αυτό αν με δείτε μάγκες μου, έτσι όπως τραγουδάω. Ρίχνω το σώμα μου μπροστά, σαν να σας προσκυνάω
Και τα παρτάλια οι σκέψεις μας, πειρατική σημαία. Όλα στραβά γινήκανε και όλα είν’ ωραία
Ο ελάχιστος λέμε, ο νοσταλγός της αρχής, που το άσπρο στο μάτι του έχει γεμίσει με βρύα. Ο ξενιστής των ονείρων, που αλλοιώνει τα σχήματα κι αναγκάζει το χώρο να παθαίνει ναυτία